- ταμάρινδος
- Φυτό της οικογένειας των καισαλπινιδών, της τάξης των λεγκουμινωδών (δικοτυλήδονα). Είναι δέντρο μεγαλοπρεπές με θολωτή και ευλύγιστη κόμη. Ψηλό έως 30 μ., έχει φύλλα επαλλάσσοντα, πτεροσχιδή, σύνθετα από 10-20 ζεύγη φυλλάρια, ωοειδή - ελλειψοειδή, αρκετά μικρά, σχεδόν άμισχα, ελαφρά δερματώδη, γλαυκά στην επάνω επιφάνεια και παράφυλλα γραμμοειδή και εύπτωτα, με ράχη αυλακωτή προς τα επάνω. Τα εύοσμα άνθη του είναι συγκεντρωμένα σε μικρούς αριθμούς στην κορυφή των κλαδιών και έχουν κάλυκα με 4 πέταλα, λευκοκίτρινα, με κόκκινες φλέβες και 2 πέταλα τριχοειδή, λεπτόμορφα. Έχουν επίσης 9 στήμονες και μια επιφυή ωοθήκη. Ο καρπός είναι χονδρός χέδρωπας, κρεμαστός, ελαφρά τοξοειδής, μέσα στον οποίο βρίσκονται γυαλιστερά και πολύ σκληρά σπέρματα, βυθισμένα σε μια καστανόμαυρη πολτώδη σάρκα, που διατρέχεται από ένα δίκτυο μικρών αγγείων και έχει γεύση αρκετά ξυνή, εξαιτίας της παρουσίας σακχαρούχων ουσιών που είναι ανακατεμένες με τα οξέα: μαλικό, ταρταρικό και κιτρικό. Η σάρκα αυτή χρησιμοποιείται για την παρασκευή σιροπιών και ενός είδους τεχνητού κρασιού, με το οποίο νοθεύουν το φυσικό. Χρησιμοποιείται επίσης στη φαρμακοποιία για την παρασκευή δροσιστικών και μαλακτικών.
Το φυτό αυτό κατάγεται από την Ινδία αλλά θεωρείται ιθαγενές και της τροπικής Αφρικής. Φυτρώνει, άλλωστε, άγριο ή καλλιεργημένο, σε όλες τις τροπικές χώρες και είναι κατάλληλο και για καλλωπιστικούς σκοπούς.
Το φυτό ταμαρίνδος ο Ινδικός.
* * *ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες τής τάξης φαβώδη και περιλαμβάνει μόνον το αειθαλές δένδρο Tamarindus indica που, σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς, είναι ιθαγενές τής Ινδίας, ενώ, σύμφωνα με άλλους, τής τροπικής Αφρικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. tamarindus < ισπ.-πορτογ. tamarindo < αραβ. tamr hindī με αρχική σημ. «ινδικός χουρμάς» < tamr «χουρμάς» + hindī «ινδικός»].
Dictionary of Greek. 2013.